23/5/11

Αποφθέγματα

Αυτός που φυτεύει δέντρα αγαπά και τους άλλους πέρα από τον εαυτό του  
Φούλλερ Τόμας
Αυτός που φύτεψε ένα δέντρο είναι υπηρέτης του Θεού, παρείχε μια καλοσύνη για πολλές γενιές, και πρόσωπα που δεν έχει δει θα τον ευλογούν  
Φαν Ντάικ Χένρυ
Ένας σπόρος κρυμμένος στην καρδιά ενός μήλου είναι ένας αόρατος δενδρόκηπος  
Ουαλική Παροιμία
Η καλλιέργεια δέντρων είναι η καλλιέργεια του καλού, του όμορφου και του εξευγενισμού στον άνθρωπο  
Μόρτον Τζ. Στέρλινγκ
Κλάδεψε ένα δέντρο στο σχήμα που το θέλεις κι όταν γεράσεις θα έχεις ένα ίσκιο να κάθεσαι
Ντίκενς Κάρολος
Νομίζω πως ποτέ δεν θα δω ένα ποίημα όμορφο όσο ένα δέντρο  
Κίλμερ Τζόυς ("Trees")
Όποιος φυτεύει ένα δέντρο φυτεύει μια ελπίδα  
Λάρκομ Λούσυ
Όταν πέφτει ένα δέντρο, δεν υπάρχει πια σκιά  
Λαο Τσι
Τα δέντρα είναι η ατελείωτη προσπάθεια της γης να μιλήσει στον ακούοντα ουρανό  
Ταγκόρ Ραμπιτρανάθ
Αυτό που κάνουμε στα δάση του κόσμου δεν είναι παρά μια αντανάκλαση καθρέφτη αυτού που κάνουμε στους εαυτούς μας και ο ένας στον άλλο   
Γκάντι Μαχάτμα
Είμαι η ζέστη της φωτιάς τις νύχτες του χειμώνα, η δροσερή σκιά το καλοκαίρι και οι καρποί μου βάλσαμο στου ταξιδιού τη δίψα. Το δοκάρι είμαι που κρατάει το σπιτικό σου, το ξύλο στο τραπέζι σου, το άνετο κρεβάτι σου, το ξύλινο σκαρί σου. Είμαι το φτυάρι σου, η πόρτα σου, η κούνια, το κιβούρι σου. Είμαι το ψωμί της καλοσύνης και το χαλί της ομορφιάς. Εσύ, διαβάτη, την προσευχή μου άκου και φύλαξέ με απ' το κακό  
 Πορτογαλική προσευχή
Ένα έθνος που καταστρέφει τα εδάφη του καταστρέφει τον εαυτό του. Τα δάση είναι οι πνεύμονες της γης μας, καθαρίζοντας τον αέρα και δίνοντας φρέσκια δύναμη στους ανθρώπους μας  
Ρούσβελτ Φραγκλίνος
Η δημιουργία χιλίων δασών κρύβεται σ' ένα βελανίδι 
Έμερσον Ραλφ
Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από την απολαυστικότητα των δασών πριν την ανατολή του ηλίου
Κάρβερ Τζορτζ Ουάσινγκτον
Το να πηγαίνεις στο δάσος είναι το να πηγαίνεις σπίτι  
Μουρ Τζον


    14/5/11

    Εκπαιδευτική τηλεόραση - Χρωματο-ιστορίες (το δέντρο)


    Η ροδιά




    Κολάζ

    Το δάσος πρίν και μετά την πυρκαγιά






































    "..κ’ εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί"
        Κ.Π.Καβάφης

    Παροιμίες με δέντρα!


    Το δένδρο που' χει τον καρπό όλο πετροβολιέται.
    Θέλει ν' ανθίσει το δενδρί μα η πάχνη δεν τ' αφήνει.
    Το δένδρο από τον καρπό γνωρίζεται.
    Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα. 
    Όταν πέσει το δέντρο, ο καθένας κόφτει ξύλα. 
    Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

    Αίνιγμα

    Άνοιξη σ' ευχαριστώ 
    καλοκαίρι σε δροσίζω,
    σε τρέφω το Φθινόπωρο ,
    χειμώνα σε ζεσταίνω .
    Τι είναι ;




    Απάντηση: Το δέντρο

    Η απόσταση ανάμεσα στα δέντρα

    Η απόσταση ανάμεσα στα δέντρα
     (Ένα παραμύθι)
    Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό δάσος στον βορρά, στην κορυφή του βουνού Γκριντ, ζούσε ένα ψηλό γέρικο πλατάνι, ο Γουάις. Επειδή ήταν το πιο παλιό δέντρο του δάσους και είχε τον πιο χοντρό κορμό τα υπόλοιπα δέντρα τον σέβονταν και τον ψήφιζαν κάθε χρόνο για αρχηγό τους. Ο Γουάις χαιρόταν αυτήν την αποδοχή και φρόντιζε πάντα να ικανοποιεί τα αιτήματα των άλλων δέντρων – είχε θέσει όρια στο άπλωμα των ριζών ώστε να μην τρώει το ένα την τροφή του άλλου και είχε ορίσει μια ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στα κλαδιά των γειτονικών δέντρων για να μην χτυπούν μεταξύ τους όταν φυσούσε δυνατός αέρας. Αυτό το είχε σκεφτεί ο Γουάις γιατί όταν ήταν νέος είχε ερωτευθεί μια καστανιά, αλλά από την πολλή αγάπη που ένιωθε για αυτήν και από την επιθυμία του να την νιώθει πάντα κοντά του είχε απλώσει τόσο πολύ τα κλαδιά και τις ρίζες του πάνω της που άθελά του την έπνιξε. Από τότε ο Γουάις ζούσε μόνος του και κατηγορούσε τον εαυτό του για εκείνη την απερισκεψία, έπρεπε να είχε καταλάβει ότι όταν τύλιγε τα κλαδιά του στα δικά της θα της έκρυβε τον ήλιο και δεν θα μπορούσε να φωτοσυνθέσει, εκτός φυσικά της τροφής που της έκλεβε από το χώμα με αποτέλεσμα να ξεραθούν οι ρίζες της. Τα υπόλοιπα δέντρα – που δεν ήξεραν αυτήν την ιστορία – ένιωθαν ικανοποιημένα από την απόσταση που τους πρότεινε, γιατί με τον τρόπο αυτό έβρισκαν πάντα τροφή στο χώμα, και έτσι οι μέρες περνούσαν ξένοιαστα στο μικρό δάσος.
    Μια μέρα ο Γουάις είδε να ανεβαίνει την πλαγιά του βουνού μια ομάδα ανθρώπων από την πόλη που ήταν χτισμένη στους πρόποδες. Ήταν όλοι τους φορτωμένοι με κάτι περίεργα όργανα που θύμιζαν μεγάλα κιάλια και άρχισαν να μετρούν την απόσταση ανάμεσα στα δέντρα. Ο Γουάις δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία, άλλωστε είχαν συχνά τέτοιες επισκέψεις τον τελευταίο καιρό. Σε λίγη ώρα όμως είδε άλλη μια ομάδα ανθρώπων να έρχονται κρατώντας πριόνια και τσεκούρια. Στάθηκαν λίγα μέτρα μακριά από τον Γουάις και ένας από αυτούς φώναξε:
    -          Από εδώ να αρχίσουμε να τα κόβουμε που έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους και θα μπορούμε να τα ρίξουμε πιο εύκολα.
    Τα υπόλοιπα δέντρα ακούγοντας τον άνθρωπο άρχισαν να κουνούν ανήσυχα τα φύλλα τους και κάτι χελιδόνια που καθόντουσαν νωχελικά στα κλαδιά μιας καστανιάς πέταξαν τρομαγμένα προς τις παρυφές του δάσους.
    Όταν έπεσε η πρώτη τσεκουριά πάνω στον κορμό ενός έλατου τα άλλα δέντρα άρχισαν να κλαίνε, τα φύλλα τους έπεφταν σαν βροχή μέσα στο δάσος και οι κορμοί τους άρχισαν να ξεφλουδίζουν. Όσα ελάφια ήταν ξαπλωμένα εκεί κοντά τρόμαξαν από τον θόρυβο των πριονιών και των τσεκουριών και άρχισαν να τρέχουν προς την κορυφή του βουνού. Όλο το δάσος είχε αναστατωθεί αλλά οι άνθρωποι νόμιζαν ότι αυτό οφειλόταν στο φθινόπωρο που είχε φθάσει πριν δυο εβδομάδες. Έτσι όταν άρχισε να νυχτώνει μάζεψαν την λεία τους  – τρία έλατα, δύο καστανιές και δυο πλατάνια – και κατηφόρισαν για την πόλη.
    Ο Γουάις βλέποντας την καταστροφή συγκάλεσε το βράδυ έκτακτη σύνοδο όλων των δέντρων και φώναξε και τον αρχηγό των ζώων, τον τάρανδο Καλμ, για να βρουν μια κοινή λύση. Στην σύνοδο όλα τα δέντρα ήταν τρομαγμένα και είχαν παράπονα από τον Γουάις γιατί αν δεν τους έβαζε να στέκονται με τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσά τους οι άνθρωποι δεν θα τα πείραζαν. Ο τάρανδος Καλμ τον κατηγόρησε με την σειρά του ότι λόγω αυτής της απόστασης το δάσος δεν είχε αρκετή σκιά για να ξεκουραστούν τα ζώα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλα δάση και στον δρόμο να τα σκοτώνουν οι άνθρωποι της πόλης. Ο Γουάις τα έχασε για λίγο γιατί νόμιζε ότι την απόσταση την είχαν συμφωνήσει από κοινού αλλά όταν προσπάθησε να θυμίσει αυτήν την συμφωνία τους στα άλλα δέντρα κανένα δεν φάνηκε πρόθυμο να παραδεχτεί ότι είχε συναινέσει. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε ο Γουάις καθαιρέθηκε από αρχηγός του δάσους και την θέση του ανέλαβε η Αντ, μια καστανιά που υποσχέθηκε να αφήσει τα δέντρα να αναπτυχθούν ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση με σκοπό να κάνουν τα μονοπάτια του δάσους αδιάβατα στους ανθρώπους που θα έρχονταν αύριο. Όλο το βράδυ τα δέντρα άπλωναν τα κλαδιά και τις ρίζες τους προς όλες τις μεριές δημιουργώντας ένα πλέγμα σαν ιστό αράχνης. Έτσι όταν το πρωί κατέφθασαν οι άνθρωποι βρήκαν τις εισόδους του δάσους κλειστές από τα μπλεγμένα κλαδιά. Τα δέντρα χάρηκαν γιατί νόμιζαν ότι νίκησαν αλλά τότε ένας από τους ανθρώπους είπε:
    -          Δεν θα μπορέσουμε με τα πριόνια να κόψουμε όσα δέντρα θέλουμε αν είναι έτσι μπλεγμένα μεταξύ τους, καλύτερα να φωνάξουμε την μπουλντόζα για να τα ρίξει όλα μαζί.
    Κάποιος άλλος του απάντησε:
    -          Τη μπουλντόζα; Μα εσύ είπες ότι μόνο δέκα δέντρα θέλουμε να πάρουμε, αν φέρουμε τη μπουλντόζα θα καταστρέψουμε όλο το δάσος.
    Και ο πρώτος τότε αποκρίθηκε:
    -          Το ξέρω αλλά δεν παρατήρησα χθες ότι ήταν τόσο πυκνό το δάσος, τώρα αναγκαστικά θα το ξεριζώσουμε όλο και θα φυλάξουμε τα ξύλα και για τις επόμενες χρονιές.
    Έτσι και έκαναν, η μπουλντόζα έφθασε αμέσως και πριν προλάβουν τα δέντρα να αντιδράσουν άρχισε να τα ξεριζώνει. Μάλιστα, επειδή είχαν μπλεχτεί τόσο πολύ τα κλαδιά τους, όταν η μπουλντόζα έσπρωχνε ένα δέντρο εκείνο παρέσερνε στο έδαφος και όλα τα γειτονικά του. Και όταν μετά από λίγες ώρες οι άνθρωποι τελείωσαν το καταστροφικό τους έργο το μόνο δέντρο που είχε μείνει όρθιο στη μέση του δάσους ήταν ο Γουάις, γιατί ήταν ο μόνος που αρνήθηκε να απλώσει τα κλαδιά του το προηγούμενο βράδυ και έτσι δεν τον παρέσυρε κανένα δέντρο την ώρα που έπεφτε. Και οι άνθρωποι δεν τον έριξαν γιατί όσο δούλευαν τους έδινε την σκιά του – αν και μέσα του έκλαιγε πολύ για όλους τους φίλους του που έχασε εξαιτίας τους.
    Και όταν την επόμενη χρονιά οι άνθρωποι από την πόλη στους πρόποδες του όρους Γκριντ επέστρεψαν στην κορυφή του για να φυτέψουν ένα νέο δάσος – αφού είδαν ότι επειδή κατέστρεψαν το παλιό η πόλη τους πλημμύρισε τον χειμώνα – ο Γουάις έγινε και πάλι ο αρχηγός των νέων δέντρων. Και το πρώτο θέμα που έθεσε στην πρώτη τους συνέλευση ήταν ο καθορισμός της απόστασης μεταξύ τους – θα έπρεπε να είναι τόση ώστε να προστατευθούν από τους ανθρώπους, χωρίς όμως να κινδυνεύουν να σκοτώσουν το ένα το άλλο.
    Τα νέα δέντρα συμφώνησαν και η απόσταση ορίστηκε όσο το μήκος ενός ανθρώπινου χεριού. Οι άνθρωποι δεν τα ξαναπείραξαν και εκείνα δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ για τίποτα. Και έτσι έζησαν αυτά στην κορυφή καλά και εμείς στους πρόποδες καλύτερα.

    Η Χιονάτη της Πάρνηθας - Ηλίας Βενέζης


    Ηλίας Βενέζης


    Η Χιονάτη της Πάρνηθας

    Το διήγημα του Ηλία Βενέζη που ακολουθεί δείχνει τη στενή σχέση ανθρώπου και φύσης, αποκαλύπτει την ανάγκη της συμφιλίωσής μας σήμερα με το φυσικό περιβάλλον, με τα φυσικά φαινόμενα, με τους ζωντανούς οργανισμούς που ζούνε μέσα σ’ αυτό.


    Η μικρή Άννα είναι πια τώρα σε θέση να καταλαβαίνει τη μεγαλοπρέπεια του κόσμου. Δεν κάθεται να κοιτάζει με απορία όταν περνούν τα σύννεφα, όταν αστράφτει σαν πέφτει βροχή. Έγινε φίλη και με τα δέντρα. Τα δέχτηκε σαν πλάσματα που ήρθαν στη γη μονάχα για να την ευχαριστούνε: να της κάνουν σκιά άμα έχει ήλιο, ή να σαλεύουν τα φύλλα τους όταν φυσά τ’ αγέρι, για να παίζει. Μονάχα σαν ήρθε το χιόνι, αυτό ήταν πολύ νέο και η Άννα γοητεύτηκε. Κόλλησε το πρό-σωπό της στο τζάμι του παραθύρου κι έμεινε ώρα κοιτάζοντας την άσπρη μαγεία που έπλεε στην ατμό-σφαιρα. Το φως, στα γαλάζια μάτια της ανακατεύτηκε τότε παράξενα με το άσπρο φως του χιονιού. Ήταν σα να ήρθε αφρός και κύματα, σα να ήρθε Αιγαίο μες στον χειμωνιάτικο κλειστό χώρο του δωματίου.
    Η Άννα είδε το χιόνι, πλημμύρισε τα μάτια της από χιόνι, κι έπειτα:
    - Τι είναι αυτό; ρώτησε τη μητέρα της.
    - Χιόνι είναι, Άννα. Το λένε χιόνι.
    - Γιατί το λένε χιόνι;
    - Έτσι το λένε. Γιατί είναι πολύ άσπρο κι έρχεται ίσια απ’ τον ουρανό. Η Άννα θυμάται το κάτασπρο φόρεμα που της βάζουν τις μέρες που έχει ήλιο. Έχει μια σπάνια ικανότητα να συνδέει αμέσως τις όμοιες εικόνες, τα όμοια σχήματα και τα χρώματα.
    - Όταν θα βάλω τα άσπρα μου, λέει, θα είμαι κι εγώ χιόνι.
    - Ναι, Άννα, θα είσαι σαν το χιόνι. Θα σε λέμε τότε Χιονάτη. Έτσι ήταν η Χιονάτη.
    - Έτσι ήταν η Χιονάτη; Τι είναι Χιονάτη;…
    - Α, ναι Δεν ξέρεις τίποτα για τη Χιονάτη. Θα σου πω.
    Κι ενώ το χιόνι έπεφτε ολοένα, η Άννα έμαθε ό,τι έπρεπε να μάθει για τη Χιονάτη. Δεν ήταν η Χιονάτη του ξενικού παραμυθιού, αυτή με την κακιά βασίλισσα και με τους νάνους. Ήταν μια άλλη Χιονάτη, ένα κοριτσάκι βοσκών που ζούσε στην Ελλάδα. Εκεί στα μέρη της Πάρνηθας. Κανένα κακό πνεύμα δεν την έστειλε στο δάσος να χαθεί. Τέτοια κακά πνεύματα δεν ζουν στα βουνά της Ελλάδας. Έτυχε όμως να περάσει μια μέρα απ’ το καλύβι τους ένα ελαφάκι, το μοναδικό ελαφάκι που ζούσε στα βουνά της Πάρνηθας. Η Χιονάτη καθόταν στην πόρτα του καλυβιού και ταξίδευε όνειρα πάνω στα σύννεφα, όταν είδε το ελάφι. Τρόμαξε πολύ, γιατί δεν είχε δει καμιάν άλλη φορά ελάφι. Μα σαν μπόρεσε και το κοίταξε μες στα μάτια, στη στιγμή ξεφοβήθηκε, γιατί είδε τούτο το παράξενο: τα μάτια του ελαφιού ήταν δακρυσμένα, όπως ποτέ δεν γίνεται με τα άλλα πλάσματα του βουνού εξόν* απ’ τους ανθρώπους.
    «Πώς σε λένε;», του λέει η Χιονάτη παίρνοντας θάρρος.
    «Με λένε ελάφι».
    «Και πού μένεις; Δεν σε είδα καμιά φορά εδώ στα μέρη μας». 
    «Πού να με δεις, κοριτσάκι; Εγώ ζω βαθιά μες στο δάσος που είναι πέρα απ’ το "Άρμα", πέρα απ’ τη μεγάλη χαράδρα».
    «Και είσαι εκεί έρημο και μονάχο;».
    «Είμαι μονάχο, κοριτσάκι, όμως δεν είμαι έρημο. Έχω πολλούς συντρόφους».
    «Έχεις πολλούς συντρόφους;».
    «Ου! Έχω πολλούς! Έχω τα φύλλα που βουίζουν στα δέντρα και που μηνούν τον καιρό που θα ’ρθει, έχω τα σκουλήκια που σαλεύουν στη γη, έχω το χορτάρι που φυτρώνει ύστερα από τη βροχή. Δεν είμαι μονάχο».
    «Και τα μάτια σου γιατί είναι έτσι; Γιατί κλαιν τα μάτια σου;».
    Το ελάφι δεν ξέρει τι να πει γι’ αυτό, δεν ξέρει τίποτα σίγουρο. Σαν ήταν μικρό, είχε μια φορά ακούσει ένα παλιό παραμύθι που του λέγανε, μια ιστορία των προγόνων του, των πρώτων ελαφιών που ήρθαν στη γη. Ζούσανε, λέει, τα ελάφια σε μεγάλα παρθένα δάση και ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσαν ξένοιαστα με τ’ άλλα θεριά και τα πουλιά, όταν κάποτε ξεστράτισαν*. Βγήκαν απ’ τα λημέρια τους, περιπλανήθηκαν πολλές μέρες και πολλές νύχτες, κι άξαφνα βρέθηκαν μες στη χώρα των ανθρώπων. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που αντίκριζαν τα πρώτα ελάφια του κόσμου. Κάθισαν τα ελάφια και τους παραφύλαξαν. Και είδαν: Τα παράξενα πλάσματα με τα δυο πόδια όλη τη μέρα σκύβαν στη γη και τη σκάβανε, την ξεκολνούσαν* και πάλι την άφηναν στον τόπο της. Όλη τη μέρα βογκούσαν, ώσπου ερχόταν η νύχτα και βγαίναν τα άστρα. Τότε μόνο, σαν πέφτανε να κοιμηθούν, ησύχαζαν. Και πάλι, όταν τα άστρα φεύγανε, πάλι άρχιζαν να χτυπούν τη γη, σα μια δύναμη σκοτεινή να τους πρόσταζε όλο να σκάβουν κι όλο να βασανίζονται βγάζοντας το χώμα απ’ τη γη. Όμως το χώμα πάλι έπεφτε πίσω, η γη ήταν ατέλειωτη, ατέλειωτο ήταν και το μαρτύριο των ανθρώπων.
    Περίεργα τα ελάφια πήγαν πιο κοντά και τους κοί-ταξαν μες στα μάτια. Για πρώτη φορά είδαν δάκρυα μες στα μάτια των ανθρώπων. Τότε κι εκείνα δάκρυσαν. Κι από κείνη τη μέρα όλα τα ελάφια του κόσμου κλαίνε – για τη μνήμη των ανθρώπων της γης που βασανίζονται.

    Από το Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων
    της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού

    Ηλίας Βενέζης
    (Αϊβαλί Μικράς Ασίας 1904 –
    Αθήνα 1973)

    Από τους σημαντικότερους πεζογράφους
    της γενιάς του ’30. Το πραγματικό όνομά του ήταν
    Ηλίας Μέλλος. Έζησε το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής γνωρίζοντας την αιχμαλωσία και τις απάνθρωπες συνθήκες στα τάγματα εργασίας των Τούρκων. Στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε, σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Το 1957 εκλέχτηκε ακαδημαϊκός. Στα έργα του προβάλλεται η διαμαρτυρία και η παθητική αντίσταση στον κάθε μορφής δυνάστη, καθώς και η σημασία της συναδέλφωσης των λαών. Έγραψε Το νούμερο 31328, τη Γαλήνη, την Αιολική γη, την Έξοδο κ.ά. Ακόμη, είναι γνωστά πολλά διηγήματά του, το θεατρικό έργο Μπλοκ 6 και κείμενα ταξιδιωτικά και ιστορικού ενδιαφέροντος.


    Τα δέντρα - Γεώργιος Βιζυηνός


    Τ  Α    Δ Ε Ν Τ Ρ  Α



    ΄Ολα τα δέντρα’ ναι παιδιά                                         Και τότ’ ο ουρανός  γυρνά
    που έχουν τη γη μητέρα                                              και κράζει μια νεφέλη.
    κι έχουν για χέρια τα κλαδιά,                                      και τηνε στέλνει στα βουνά
    που σειούνται στον αγέρα.                                          στα δάση τηνε στέλλει.

    Σειούνται και λεν μια προσευχή                                 Βγαίνει η νεφέλη και περνά
    λυγούν και προσκυνούνε                                            επάν’ από την πλάση
    τον ουρανό που έχει βροχή                                         και βρέχει πέρα στα βουνά.
    και βλέπει πως διψούνε.                                             και βρέχει μες στα δάση…



    Γεώργιος Βιζυηνός